- δειπνήσει
- δειπνέωmake a mealaor subj act 3rd sg (epic)δειπνέωmake a mealfut ind mid 2nd sgδειπνέωmake a mealfut ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δειπνητός — ή, ό [δειπνώ] αυτός που έχει ήδη δειπνήσει … Dictionary of Greek
καρτερώ — (I) και ποιητ. τ. ακαρτερώ, άω και έω (AM καρτερῶ, έω) [καρτερός] 1. περιμένω, αναμένω (α. «σέ καρτερούσα όλο το απόγευμα» β. «οὐ καρτερῶ μέχρι θαλάμων ἐλθεῑν», Σέξτ. Εμπ.) 2. υπομένω με γενναιότητα, υποφέρω με υπομονή (α. «Κι ακαρτέρει κι… … Dictionary of Greek
παραδειπνίζω — Α προτρέπω κάποιον να δειπνήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + δειπνίζω (< δεῖπνον)] … Dictionary of Greek